- παρέδρους
- πάρεδροςsitting besidemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CARPOCRATES — Alexandrinus, Simonis Magi discipulus, Haereticus tempore Adriani Imperatoris. Docuit mundum ab angelis conditum, et Christum ceteris hominibus parem esse, hôc unô exceptô, quod animam mundam habuerit. Iactavit Somnia et Δαίμονας παρέδρους:… … Hofmann J. Lexicon universale
OLYMPII Dii — proprie dicti sunt XII. Dii, quorum ara Athenis extabat, de qua legimus apud Plut. in Vita Demosthenis, Κεῖται δὲ εἰκὼν πλησίον τοῦ περιχοινίσματος τοῦ βωμοῦ τῶ δώδεκα Θεῶν, ὑπὸ Πολυεύκτου πεπονημένη. Vide supra in voce Duodecim. His decimum… … Hofmann J. Lexicon universale
PAREDRI — Graece Παρεδροι, aliter Σύνθρονοι, quasi Adsessores et eâdem sede praediti, Tertulliano Synhodi (vide infra) Deorum, fieri dicebantur olim, qui de hominibus in Deorum numerum referebantur, et collegio eorum, seu concilio, seu consessui, ut… … Hofmann J. Lexicon universale
SOL — Phoenicibus olim Η῏λ, El, teste Serviô, In l. 1. Aen. v. 646. qui de Belo Phoenice, unde creta Dido, loquens, Omnes, inquit, in illis, partibus Solem colunt, qui ipsorum linguâ Hel dicitur; unde et Η῞λιος: η in ω discedente, et spiritu, in… … Hofmann J. Lexicon universale
SYBODI — Archiereus in veter. Infcr. L. AURELIO. APOLAUSTO. MEMPHIO. AUG. LIB. HIERONICAE. CORONATO. ET. TON. DIAPAN DON. APOLLINIS. SACERDOTI. SOLI. VITTATO. ARCHIERI SYNHODI. ET. AUGG. Ut et primus Sarerdos Synhodi, in alia: M. AURELIO. AUG. LIB. AGILIO … Hofmann J. Lexicon universale
πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ελεγκτικό Συνέδριο — Δικαστήριο και ανεξάρτητη διοικητική αρχή που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Συστάθηκε το 1933 και από τότε αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταρρυθμίσεων. Οι σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν με το προεδρικό διάταγμα της 3 … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek